- κλαψοπαναγιά
- η см. κλαψιάρης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαψοπαναγιά — η (σκωπτικά για πρόσ.) αυτός που έχει το ύφος τής Παναγίας που κλαίει, αυτός που κλαίει και παραπονιέται συνεχώς, που προσποιείται τον δυστυχισμένο, κλαψιάρης, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ ω) +… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
Ιερεμίας — ο 1. κύριο όνομα. 2. μτφ., ως προσηγορικό όν., Ιερεμίας άνθρωπος μεμψίμοιρος, κλαψιάρης, κλαψοπαναγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)